- κοάλα
- Δενδρόβιο μαρσιποφόρο της οικογένειας των φαλαγγεριδών, ιθαγενές της ανατολικής Αυστραλίας, που έχει εισαχθεί και σε περιοχές της δυτικής Αυστραλίας και των κοντινών νησιών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Phascolarctos cinereus, ενώ είναι γνωστό και ως άρκτος μαρσιποφόρος, γιατί το σώμα του, χωρίς την ουρά –η οποία είναι υποπλασμένη–, μοιάζει πολύ με μικρής αρκούδας. Το κ. έχει μήκος περίπου 70 εκ., αν και λόγω του φυλετικού διμορφισμού που εμφανίζει το αρσενικό είναι μεγαλύτερο, ζυγίζει 5-11 κιλά και έχει χνουδωτό δέρμα, γκρίζο-καφέ προς τα επάνω και ασπριδερό προς τα κάτω. Το κεφάλι του έχει μεγάλα μάτια, αφτιά σκεπασμένα με μακριές πυκνές τρίχες και γυμνό ρύγχος. Τα άκρα του είναι κοντά και φέρουν πέντε δάχτυλα, με ισχυρά νύχια· στα μπροστινά του άκρα, τα δύο πρώτα δάχτυλα είναι αντιτακτά προς τα άλλα τρία και επιτρέπουν στο κ. να σκαρφαλώνει εύκολα στα δέντρα. Στην άνω σιαγόνα φέρει δύο μικρούς κυνόδοντες.
Το κ. τρέφεται –κατά κανόνα– με φύλλα ευκαλύπτου, τα οποία είναι εξαιρετικά τοξικά· το αντιμετωπίζει με την παρουσία στο στομάχι του μιας χλωρίδας βακτηρίων, τα οποία μεταβολίζουν τις διάφορες τοξίνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα κ. προτιμούν για τη διατροφή τους μόνο 5 από τα περίπου 350 είδη ευκαλύπτου που υπάρχουν. Έπειτα από μια εγκυμοσύνη 25-35 ημερών, το θηλυκό γεννά ένα μικρό –συνήθως στα μέσα του καλοκαιριού–, το οποίο ζυγίζει 0,5 γρ. τη στιγμή της γέννησής του· αυτό μένει για μερικούς μήνες στον μητρικό μάρσιπο, το άνοιγμα του οποίου είναι στραμμένο προς τα πίσω και, στη συνέχεια, το μικρό κ. αρχίζει να εγκαταλείπει, κατά περιόδους, τον μάρσιπο και να σκαρφαλώνει στη ράχη της μητέρας, η οποία το φέρει μαζί της και το περιποιείται, ώσπου να φτάσει την ηλικία του ενός έτους περίπου. Τα κ. μπορεί να ξεπεράσουν τα 10 χρόνια ζωής.
Το κρέας του κ., εξαιτίας του είδους της διατροφής του, είναι πάρα πολύ νόστιμο και η γούνα του είναι πολύτιμη.
Το βρέφος κοάλα μένει για μήνες στον μητρικό μάρσιππο (φωτ. ΑΠΕ).
Το κοάλα, μικρό μαρσιποφόρο, ιθαγενές της ανατολικής Αυστραλίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *τοζωολ. κοινή ονομασία τού είδους μαρσιποφόρων Phascolarctos cinereus, που έχει ανοιχτό γκρίζο ή κιτρινωπό τρίχωμα και τρέφεται με φύλλα ευκαλύπτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. koala < αβοριγινικό αυστραλιανό koala].
Dictionary of Greek. 2013.